-
1 σκοτοω
погружать во тьму, перен. помрачать, ослеплять(βλέφαρα δεδορκότα Soph.)
τῇ πλάνῃ σκοτούμενος Anth. — ослепленный заблуждением;ἐσκοτώθην Plat. — у меня в глазах потемнело;
См. также в других словарях:
σκοτώ — (I) άω, Α [σκότος] σκοτάζω*. (II) έω, Α [σκότος] σκοτῶ (III)*. (III) όω, ΜΑ [σκότος] μσν. σκοτώνω, φονεύω αρχ. 1. κάνω κάτι σκοτεινό, σκοτίζω, τυφλώνω («σκοτώσω βλέφαρα καὶ δεδορκότα», Σοφ.) 2. θαμπώνω 3. προξενώ σκοτοδίνη, προξενώ ζάλη, ζαλίζω… … Dictionary of Greek